ἀπεγνωσμένα

ἀπεγνωσμένα
ἀπογιγνώσκω
depart from a judgement
perf part mp neut nom/voc/acc pl
ἀπεγνωσμένᾱ , ἀπογιγνώσκω
depart from a judgement
perf part mp fem nom/voc/acc dual
ἀπεγνωσμένᾱ , ἀπογιγνώσκω
depart from a judgement
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπεγνωσμένας — ἀπεγνωσμένᾱς , ἀπογιγνώσκω depart from a judgement perf part mp fem acc pl ἀπεγνωσμένᾱς , ἀπογιγνώσκω depart from a judgement perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπονοούμαι — έομαι, Α 1. αμύνομαι απεγνωσμένα μαζί με άλλον («τῶν δὲ δούλων συναπονοησαμένων ἐκείνῳ», Διόδ.) 2. ενεργώ απεγνωσμένα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπονοοῦμαι «βρίσκομαι σε απόγνωση»] …   Dictionary of Greek

  • ψυχομαχώ — ψυχομαχῶ, έω, ΝΜΑ, και ψυχομαχάω Ν είμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (α. «ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει», δημ. τραγούδι β. «πάτερ, ὡς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῑ ἀδελφός μου», Πρόδρ. γ. «τινὰς μὲν δικαίους ψυχομαχοῡντας …   Dictionary of Greek

  • διαθλώ — (I) (Α διαθλῶ, άω) [θλώ] 1. σπάζω σε δύο μέρη, χωρίζω στα δύο 2. κατασυντρίβω 3. διαπερνώ, διασχίζω 4. φυσ. προκαλώ διάθλαση φωτεινής ακτίνας 5. ιατρ. συμπιέζω ζουλώ, συνθλίβω αρχ. θρυμματίζω. (II) (Α διαθλῶ, έω) [αθλώ] 1. αγωνίζομαι απεγνωσμένα… …   Dictionary of Greek

  • δυσμαχώ — δυσμαχῶ ( έω) 1. πολεμώ μάταια ή με ασέβεια 2. αγωνίζομαι απεγνωσμένα …   Dictionary of Greek

  • κακομαχώ — κακομαχῶ, έω (Α) [κακόμαχος] 1. μάχομαι δόλια («πολλοὺς τῶν ἀθλητῶν ἑώρα κακομαχοῡντας», Λουκιαν.) 2. παλεύω, μάχομαι απεγνωσμένα …   Dictionary of Greek

  • μαντόνα — (Madonna Louise Veronica Ciccone, Ρότσεστερ 1958 –). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός. Σπούδασε χορό και ηθοποιία σε κολέγια του Μίσιγκαν και της Νότιας Καρολίνας. Το 1977 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας σπουδές χορού και δύο …   Dictionary of Greek

  • Αλή Βεράν — Χωριό της Μικράς Ασίας. Στα υψώματα του μικρού χωριού περικυκλώθηκαν από τον τουρκικό στρατό τα κατάλοιπα της νότιας ομάδας του ελληνικού στρατού και αγωνίστηκαν απεγνωσμένα για να διαφύγουν (17 Αυγούστου 1922) …   Dictionary of Greek

  • Βαρνακιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Βάρνακα Ακαρνανίας 1760 1842). Οπλαρχηγός. Όταν ο Αλή πασάς κυριάρχησε στη δυτική Ελλάδα, ο Β. υπηρέτησε τον Αλή ως αρματολός του Ξηρόμερου, αρματολίκι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • Δοξαπατρής — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και λογίων του Βυζαντίου. 1. Βουτσαράς (12ος 13ος αι.). Ήρωας στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δύσης (1204), και ενώ στην Πελοπόννησο είχε αρχίσει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”